πυραμιδικός

πυραμιδικός
πῡρᾰμῐδ-ῐκός, ή, όν,
A pyramidal, Iamb. in Nic. p.72 P., al. Adv. -κῶς prob. cj. in Theol.Ar.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυραμιδικός — πυραμιδικός, ή, ό και πυραμιδοειδής, ής, ές και πυραμοειδής, ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυραμιδικός — ή, ό / πυραμιδικός, ή, όν, ΝΑ [πυραμίς, ίδος] αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδής νεοελλ. 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας 2. φρ. α) «πυραμιδική οδός» (ανατ. φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία… …   Dictionary of Greek

  • πυραμιδικούς — πυραμιδικός pyramidal masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραμιδική — πυραμιδικός pyramidal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραμιδικήν — πυραμιδικός pyramidal fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραμιδικῶς — πυραμιδικός pyramidal adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυραμιδικώς — πυραμιδικῶς ΝΑ βλ. πυραμιδικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”